- εκφοβος
- ἔκφοβοςἔκ-φοβος2испуганный, охваченный страхом Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έκφοβος — ἔκφοβος, ον (Α) γεμάτος φόβο, φοβισμένος, τρομαγμένος … Dictionary of Greek
ἔκφοβος — affrighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκφοβον — ἔκφοβος affrighted masc/fem acc sg ἔκφοβος affrighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκφοβοι — ἔκφοβος affrighted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκφοβος — ον, Μ αυτός που συντελεί στην πρόκληση φόβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔκφοβος «γεμάτος φόβο»] … Dictionary of Greek